- λατομίαι
- λᾱτομίαι , λατομίαquarrying of stonefem nom/voc plλᾱτομίᾱͅ , λατομίαquarrying of stonefem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Латомия — (Lautumiae, Λαοτομίαι или Λατομίαι) каменоломни, в которых в древности заставляли работать рабов, а также преступников; позднее они стали служить местами заточения. Фукидид (кн. VII) сохранил описание Л. сиракузских, в которых погибло множество… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
TAENARUS — (inquit Bochart. l. 1. Chanaan, c. 22.) vel Ταῖναρ, est ipsissima vox Phoenicia tinar, quae pro rupe passim occurrit in Chaldaea paraphrasi. Syri vero traiectis literis scribunt tiran, et tirno. Itaque Taenar est rupes. eT vero in Taenaro monte… … Hofmann J. Lexicon universale
λατομία — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Οικισμός (υψόμ. 10 μ., 33 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βιάννου του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βιάννου, στο διοικητικό διαμέρισμα Πεύκου. 2. Οικισμός (υψόμ. 10 μ., 4 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βιάννου του… … Dictionary of Greek